προεδριλίκι

προεδριλίκι
το, Ν
(με ειρωνική σημ.) το αξίωμα τού προέδρου («ὁλοι θέλουν το προεδριλίκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόεδρ-ος + κατάλ. -(ι)λίκι* (πρβλ. καπεταν-ιλίκι, υπουργ-ιλίκι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεδριλίκι — το το αξίωμα του προέδρου, αλλ. προεδρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • αρχοντιλίκι — το η αρχοντιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + (κατάλ.) ιλίκι* (πρβλ. δημαρχιλίκι, προεδριλίκι, υπουργιλίκι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”